τρελούτσικος

τρελούτσικος
-η, -ο
(κυριολ. και μτφ.), λιγάκι τρελός, μισότρελος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρελούτσικος — και παλ. τ. τρελλούτσικος, η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. ασχημ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • ακρομανής — ἀκρομανής, ές (Α) 1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα τής παραφροσύνης, τής τρέλας 2. κάπως τρελός, τρελούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + μανής < ἐμάνην < μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • υπομανιώδης — ῶδες, Α ο κάπως μανιώδης, τρελούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μανιώδης] …   Dictionary of Greek

  • Καν, Μαντλίν — (Madeline Kahn, Βοστόνη 1942 – 2000). Αμερικανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ, όμως ήδη από μικρή ηλικία είχε επιδείξει ταλέντο στο τραγούδι. Αυτό τη βοήθησε να εργαστεί αρχικά στην τηλεόραση και να… …   Dictionary of Greek

  • Λέβινσον, Μπάρι — (Barry Levinson, Βαλτιμόρη 1942 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας ιστοριών κόμικς και ηθοποιός,… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Μελ — (Mel Brooks, Μπρούκλιν 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ηθοποιού και παραγωγού Μέλβιν Καμίνσκι (Melvin Kaminsky). Πολυμήχανος, οξυδερκής, ταλαντούχος και αυτοδίδακτος στο ξεκίνημα του ηθοποιός της stand up… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”